- κλισίμετρο
- Τοπογραφικό όργανο, με το οποίο μπορεί να μετρηθεί η γωνία κλίσης του εδάφους (γωνία μεταξύ της ευθείας που ενώνει τα σημεία στάσης και σκόπευσης και του οριζοντίου επιπέδου). Αποτελείται από ένα κυλινδρικό μεταλλικό κέλυφος, πάνω στο οποίο έχει προσαρμοστεί ένας σωλήνας για τη διόπτευση. Μέσα στο κέλυφος υπάρχει ένας δίσκος βαθμονομημένος, στερεωμένος σε άξονα, ο οποίος μπορεί να πάρει κατακόρυφη θέση με τη βοήθεια ενός αντίβαρου στερεωμένου σε αυτόν. Οι διαιρέσεις των κ. γίνονται είτε σε μοίρες είτε σε βαθμούς είτε επί τοις εκατό. Τα κ. χρησιμοποιούνται στις εργασίες πασσαλώσεων, στις μελέτες κατασκευής δρόμων και σιδηροδρόμων σε ανώμαλα εδάφη, σε αναγνωριστικές μετρήσεις και εξερευνήσεις κλπ.
* * *τοτο κλινόμετρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. clisimetre < clisi- (πρβλ. κλίσις) + -metre (πρβλ. -μετρον < μέτρον)].
Dictionary of Greek. 2013.